ἐλαιοφυτεία: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ [[plantío de olivos]], [[olivar]] St.Byz.s.u. Φελλεύς. | |dgtxt=-ας, ἡ [[plantío de olivos]], [[olivar]] St.Byz.s.u. Φελλεύς. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐλαιοφυτεία]])<br /><b>1.</b> η [[φύτευση]] ελαιοδένδρων<br /><b>2.</b> [[έκταση]] γης φυτεμένη με ελιές, [[ελαιώνας]], λιόφυτο, [[λιοστάσι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A planting of olives, St.Byz.s.v.Φελλεύς.
German (Pape)
[Seite 789] ἡ, Oelpflanzung, St. B. v. Φελλεύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοφῠτεία: ἡ, τὸ φυτεύειν ἐλαίας, γῆν λιπαρὰν πρὸς ἐλαιοφυτείαν Στέφ. Β. ἐν λ. φελλεύς.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ plantío de olivos, olivar St.Byz.s.u. Φελλεύς.
Greek Monolingual
η (AM ἐλαιοφυτεία)
1. η φύτευση ελαιοδένδρων
2. έκταση γης φυτεμένη με ελιές, ελαιώνας, λιόφυτο, λιοστάσι.