ἄτρητος: Difference between revisions
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no perforado]] τῶν ἀτρήτων (περικαλυμμάτων) τὰ μὲν νεύρινα φυτῶν ἐκ γῆς, τὰ δὲ τρίχινα Pl.<i>Plt</i>.279e, τὸ ὀδόντων γένος, ὀστοῦν τῇ μὲν ἄτρητον, τῇ δὲ τρητόν Arist.<i>HA</i> 516<sup>a</sup>26, ζιγγίβερι ἄ. Gal.14.292, cf. 13.302<br /><b class="num">•</b>anat., de pers. c. ref. a los órganos sexuales οἱ δὲ λεγόμενοι ἄτρητοι, [[εἴτε]] τρῆμα ἔχοιεν λεπτὸν [[εἴτε]] μηδ' ὅλως Gal.14.787, εὐνοῦχοι ἢ ἑρμαφρόδιτοι ἢ ἄτρωγλοι καὶ ἄτρητοι γίγνονται Ptol.<i>Tetr</i>.3.13.12, σπάδοντας ποιοῦσι καὶ αὐλικοὺς ἢ στείρας ἢ ἀτρήτους Ptol.<i>Tetr</i>.4.5.16, Σατορνῖνος ... ἐξήνεγκεν ὅτι δὴ οὐκ ἄτρητον γήμαι Saturnino ... contó que se había casado con una mujer no sin abrir e.d. desvirgada</i> Procop.<i>Arc</i>.17.36.<br /><b class="num">2</b> [[no perforable]] de metales [[muy compacto]] κυανὸν ἐπίβαλλε, ἕως γένηται [[ἄρρευστος]] καὶ ἄ. Ps.Democr.p.45<br /><b class="num">•</b>pero cf. [[ἄτριστος]].<br /><b class="num">3</b> [[que no cava agujeros]] (ζῷα) τὰ μὲν τρηματώδη τὰ δ' ἄτρητα Arist.<i>HA</i> 488<sup>a</sup>25. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no perforado]] τῶν ἀτρήτων (περικαλυμμάτων) τὰ μὲν νεύρινα φυτῶν ἐκ γῆς, τὰ δὲ τρίχινα Pl.<i>Plt</i>.279e, τὸ ὀδόντων γένος, ὀστοῦν τῇ μὲν ἄτρητον, τῇ δὲ τρητόν Arist.<i>HA</i> 516<sup>a</sup>26, ζιγγίβερι ἄ. Gal.14.292, cf. 13.302<br /><b class="num">•</b>anat., de pers. c. ref. a los órganos sexuales οἱ δὲ λεγόμενοι ἄτρητοι, [[εἴτε]] τρῆμα ἔχοιεν λεπτὸν [[εἴτε]] μηδ' ὅλως Gal.14.787, εὐνοῦχοι ἢ ἑρμαφρόδιτοι ἢ ἄτρωγλοι καὶ ἄτρητοι γίγνονται Ptol.<i>Tetr</i>.3.13.12, σπάδοντας ποιοῦσι καὶ αὐλικοὺς ἢ στείρας ἢ ἀτρήτους Ptol.<i>Tetr</i>.4.5.16, Σατορνῖνος ... ἐξήνεγκεν ὅτι δὴ οὐκ ἄτρητον γήμαι Saturnino ... contó que se había casado con una mujer no sin abrir e.d. desvirgada</i> Procop.<i>Arc</i>.17.36.<br /><b class="num">2</b> [[no perforable]] de metales [[muy compacto]] κυανὸν ἐπίβαλλε, ἕως γένηται [[ἄρρευστος]] καὶ ἄ. Ps.Democr.p.45<br /><b class="num">•</b>pero cf. [[ἄτριστος]].<br /><b class="num">3</b> [[que no cava agujeros]] (ζῷα) τὰ μὲν τρηματώδη τὰ δ' ἄτρητα Arist.<i>HA</i> 488<sup>a</sup>25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[τρύπα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[γυναίκα]]) [[αδιακόρευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν ανοίγει τρύπες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τρητός]] <span style="color: red;"><</span> [[τετραίνω]] «[[τρυπώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not perforated, without aperture, Pl.Plt.279e, Arist. HA516a26; with imperforate anus, Ptol.Tetr.150; of a virgin, Procop.Arc.17. II Act., not making holes, ζῷα interpol. in Arist. HA488a25.
German (Pape)
[Seite 389] 1) nicht durchbohrt, ohne Oeffnung, Plat. Polit. 279 e. Bei Medic. = deren Zeugungstheile od. After verwachsen; vgl. τιτράω. – 2) Bei Arist. H. A. 1, 1, 12 stehen ζῷα ἄτρητα den τρηματώδη entgegen, die nicht in Höhlen leben.
Spanish (DGE)
-ον
1 no perforado τῶν ἀτρήτων (περικαλυμμάτων) τὰ μὲν νεύρινα φυτῶν ἐκ γῆς, τὰ δὲ τρίχινα Pl.Plt.279e, τὸ ὀδόντων γένος, ὀστοῦν τῇ μὲν ἄτρητον, τῇ δὲ τρητόν Arist.HA 516a26, ζιγγίβερι ἄ. Gal.14.292, cf. 13.302
•anat., de pers. c. ref. a los órganos sexuales οἱ δὲ λεγόμενοι ἄτρητοι, εἴτε τρῆμα ἔχοιεν λεπτὸν εἴτε μηδ' ὅλως Gal.14.787, εὐνοῦχοι ἢ ἑρμαφρόδιτοι ἢ ἄτρωγλοι καὶ ἄτρητοι γίγνονται Ptol.Tetr.3.13.12, σπάδοντας ποιοῦσι καὶ αὐλικοὺς ἢ στείρας ἢ ἀτρήτους Ptol.Tetr.4.5.16, Σατορνῖνος ... ἐξήνεγκεν ὅτι δὴ οὐκ ἄτρητον γήμαι Saturnino ... contó que se había casado con una mujer no sin abrir e.d. desvirgada Procop.Arc.17.36.
2 no perforable de metales muy compacto κυανὸν ἐπίβαλλε, ἕως γένηται ἄρρευστος καὶ ἄ. Ps.Democr.p.45
•pero cf. ἄτριστος.
3 que no cava agujeros (ζῷα) τὰ μὲν τρηματώδη τὰ δ' ἄτρητα Arist.HA 488a25.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτρητος, -ον)
αυτός που δεν έχει τρύπα
μσν.
(για γυναίκα) αδιακόρευτος
αρχ.
αυτός που δεν ανοίγει τρύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρητός < τετραίνω «τρυπώ»].