ἐμπυΐσκω: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=medic.<br /><b class="num">1</b> [[supurar internamente]] σπλὴν ..., ἢν δὲ καὶ ἐμπυΐσκῃ Aret.<i>SD</i> 1.14.2<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὸ ὀστέον ἐμπυΐσκεται Hp.<i>VC</i> 2, μὴ γενόμενος δὲ ὑγιὴς τῇ ἑβδόμῃ ... ἄρχεται ἐμπυΐσκεσθαι Hp.<i>Morb</i>.3.16, cf. <i>Prog</i>.15.<br /><b class="num">2</b> [[favorecer la supuración]], [[hacer supurar]] (καταπλάσματα) ξηραίνει μέν, οὐ μὴν ἐμπυΐσκει Gal.11.729. | |dgtxt=medic.<br /><b class="num">1</b> [[supurar internamente]] σπλὴν ..., ἢν δὲ καὶ ἐμπυΐσκῃ Aret.<i>SD</i> 1.14.2<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὸ ὀστέον ἐμπυΐσκεται Hp.<i>VC</i> 2, μὴ γενόμενος δὲ ὑγιὴς τῇ ἑβδόμῃ ... ἄρχεται ἐμπυΐσκεσθαι Hp.<i>Morb</i>.3.16, cf. <i>Prog</i>.15.<br /><b class="num">2</b> [[favorecer la supuración]], [[hacer supurar]] (καταπλάσματα) ξηραίνει μέν, οὐ μὴν ἐμπυΐσκει Gal.11.729. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμπυΐσκω]] (Α)<br /><b>(αμτθ.)</b> [[γεμίζω]] [[πύον]], [[εμπυούμαι]] (συνήθ. το μέσ. «ἄρχεται ἐμπυΐσκεσθαι» — αρχίζει να μεταβάλλεται σε [[πύον]], Ιπποκρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
A cause suppuration:—Pass., suppurate internally, Hp. VC2, Morb.3.16:—also intr. in Act., Aret.SD1.14.
German (Pape)
[Seite 818] ein inneres Geschwür, bes. Lungengeschwüre verursachend, Hippocr.; pass., solche Geschwüre haben, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπῡΐσκω: προξενῶ ἐμπύησιν: - Παθ., «ὀμπυάζω» ἐσωτερικῶς, π. Τρωμάτ. 898· οὕτω καὶ ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 14, Γαλην.
Spanish (DGE)
medic.
1 supurar internamente σπλὴν ..., ἢν δὲ καὶ ἐμπυΐσκῃ Aret.SD 1.14.2
•en v. med. mismo sent. τὸ ὀστέον ἐμπυΐσκεται Hp.VC 2, μὴ γενόμενος δὲ ὑγιὴς τῇ ἑβδόμῃ ... ἄρχεται ἐμπυΐσκεσθαι Hp.Morb.3.16, cf. Prog.15.
2 favorecer la supuración, hacer supurar (καταπλάσματα) ξηραίνει μέν, οὐ μὴν ἐμπυΐσκει Gal.11.729.
Greek Monolingual
ἐμπυΐσκω (Α)
(αμτθ.) γεμίζω πύον, εμπυούμαι (συνήθ. το μέσ. «ἄρχεται ἐμπυΐσκεσθαι» — αρχίζει να μεταβάλλεται σε πύον, Ιπποκρ.).