ἀκρατοποσία: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. ἀκρητοπσίη<br />[[acción de beber vino puro]] Hdt.6.84, Hp.<i>Aph</i>.6.31, Satyr.<i>Fr.Hist</i>.1, Plb.8.9.4, Plu.<i>Alex</i>.70. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. ἀκρητοπσίη<br />[[acción de beber vino puro]] Hdt.6.84, Hp.<i>Aph</i>.6.31, Satyr.<i>Fr.Hist</i>.1, Plb.8.9.4, Plu.<i>Alex</i>.70. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκρατοποσία]], η (Α) [[ἀκρατοπότης]] Ι]<br />το να πίνει [[κανείς]] άκρατο, ανόθευτο [[κρασί]].———————— <b>(II)</b><br />η [[[ακρατοπότης]] ΙΙ]<br />ασυγκράτητη, υπερβολική [[οινοποσία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. ἀκρητοποσίη, ἡ,
A drinking of neat wine, Hdt. 6.84, Hp.Aph.6.31, Satyr.1, Plu.Alex.70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾱτοποσία: Ἰων. ἀκρητοποσία, ἡ, ἡ πόσις ἀκράτου οἴνου, Ἡρόδ. 6. 84, Ἱππ. Ἀφ. 1257.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de boire du vin pur.
Étymologie: ἀκρατοπότης.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀκρητοπσίη
acción de beber vino puro Hdt.6.84, Hp.Aph.6.31, Satyr.Fr.Hist.1, Plb.8.9.4, Plu.Alex.70.
Greek Monolingual
(I)
ἀκρατοποσία, η (Α) ἀκρατοπότης Ι]
το να πίνει κανείς άκρατο, ανόθευτο κρασί.———————— (II)
η [[[ακρατοπότης]] ΙΙ]
ασυγκράτητη, υπερβολική οινοποσία.