Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμαθώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(big3_3)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[arenoso]] τὸ ἀμαθώδη τὸν ποταμὸν ἢ τὴν χώραν εἶναι ψεῦδός φασι Str.8.3.14.
|dgtxt=-ες<br />[[arenoso]] τὸ ἀμαθώδη τὸν ποταμὸν ἢ τὴν χώραν εἶναι ψεῦδός φασι Str.8.3.14.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμαθώδης]], -ες (Α)<br />[[αμμουδερός]], [[αμμώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμαθος]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰθώδης Medium diacritics: ἀμαθώδης Low diacritics: αμαθώδης Capitals: ΑΜΑΘΩΔΗΣ
Transliteration A: amathṓdēs Transliteration B: amathōdēs Transliteration C: amathodis Beta Code: a)maqw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A sandy, ποταμός Str.8.3.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἄμμῳ· πλήρης ἄμμου, ἀμμώδης ποταμός, Στράβ. 344.

Spanish (DGE)

-ες
arenoso τὸ ἀμαθώδη τὸν ποταμὸν ἢ τὴν χώραν εἶναι ψεῦδός φασι Str.8.3.14.

Greek Monolingual

ἀμαθώδης, -ες (Α)
αμμουδερός, αμμώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμαθος (ΙΙ) + παραγ. κατάλ. -ώδης].