ἀμβλωτικός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_3) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν medic. [[abortivo]] φάρμακα Gal.17(1).799. | |dgtxt=-ή, -όν medic. [[abortivo]] φάρμακα Gal.17(1).799. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμβλωτικός]], -ή, -όν) [[ἀμβλῶ]]<br />αυτός που προκαλεί [[άμβλωση]] ή χρησιμοποιείται σ' αυτήν. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A producing abortion, φάρμακα Gal.17(1).799.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλωτικός: -ή, -όν, = κατάλληλος ὅπως προκαλέσῃ ἀποβολὴν ἐμβρύου, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ή, -όν medic. abortivo φάρμακα Gal.17(1).799.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀμβλωτικός, -ή, -όν) ἀμβλῶ
αυτός που προκαλεί άμβλωση ή χρησιμοποιείται σ' αυτήν.