ἀνακαμπτήριον: Difference between revisions
From LSJ
(big3_4) |
(3) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό [[paseo]] Eus.<i>VC</i> 4.59 (p.141.22). | |dgtxt=-ου, τό [[paseo]] Eus.<i>VC</i> 4.59 (p.141.22). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνακαμπτήριον]], το (Α) [[ἀνακάμπτω]]<br />[[τόπος]] για περίπατο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:40, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 191] τό, der Ort, auf dem man umbiegt, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαμπτήριον: τό, τόπος πρὸς περίπατον, «οἶκοί τε, βασίλειοι ταῖς στοαῖς, λουτρά τε καὶ ἀνακαμπτήρια παρεξετείνετο» Εὐσεβ. βίος Κωνστ. 4. 59.
Spanish (DGE)
-ου, τό paseo Eus.VC 4.59 (p.141.22).
Greek Monolingual
ἀνακαμπτήριον, το (Α) ἀνακάμπτω
τόπος για περίπατο.