ἀνθρακίτης: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(big3_4) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[mineral compuesto de magnetita y limonita]] Plin.<i>HN</i> 36.148. | |dgtxt=-ου, ὁ [[mineral compuesto de magnetita y limonita]] Plin.<i>HN</i> 36.148. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἀνθρακίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ορυκτός]] [[άνθρακας]] καλής ποιότητας<br />(καίγεται [[χωρίς]] πολύ καπνό και θερμαίνει πολύ)<br /><b>2.</b> ο [[θερμαστής]] του πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, name of a
A gem, Plin.HN36.148. II fem. ἀνθρᾰκ-ῖτις, ιδος, a kind of coal, ib.37.99.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνθρακίτης, ὄνομα πολυτίμου λίθου, Πλίν. 36. 38. ΙΙ. θηλ. -ῖτις, ιδος, εἶδος ἄνθρακος (πρὸς καῦσιν) ὁ αὐτ. 37. 27.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ mineral compuesto de magnetita y limonita Plin.HN 36.148.
Greek Monolingual
ο (Α ἀνθρακίτης)
νεοελλ.
1. ορυκτός άνθρακας καλής ποιότητας
(καίγεται χωρίς πολύ καπνό και θερμαίνει πολύ)
2. ο θερμαστής του πλοίου
αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου.