ἀνισοδιάστατος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(big3_4) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que tiene desiguales sus dimensiones]] ἀριθμοί Iambl.<i>in Nic</i>.p.93. | |dgtxt=-ον<br />[[que tiene desiguales sus dimensiones]] ἀριθμοί Iambl.<i>in Nic</i>.p.93. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνισοδιάστατος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει άνισες τις [[τρεις]] διαστάσεις του (αποδίδεται σε [[στερεά]] σχήματα). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having their three dimensions unequal, ibid.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene desiguales sus dimensiones ἀριθμοί Iambl.in Nic.p.93.
Greek Monolingual
ἀνισοδιάστατος, -ον (Α)
αυτός που έχει άνισες τις τρεις διαστάσεις του (αποδίδεται σε στερεά σχήματα).