ἀντιστήριγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
(big3_5)
(5)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[apoyo]], [[fulcro]] o relleno que se coloca en la axila en caso de roturas o dislocaciones, Hp.<i>Art</i>.9, cf. 16, fig. ἐγένετο κύριος ἀντιστήριγμά μου LXX <i>Ps</i>.17.19, πεσοῦνται τὰ ἀ. Αἰγύπτου LXX <i>Ez</i>.30.6.
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[apoyo]], [[fulcro]] o relleno que se coloca en la axila en caso de roturas o dislocaciones, Hp.<i>Art</i>.9, cf. 16, fig. ἐγένετο κύριος ἀντιστήριγμά μου LXX <i>Ps</i>.17.19, πεσοῦνται τὰ ἀ. Αἰγύπτου LXX <i>Ez</i>.30.6.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀντιστήριγμα]])<br /><b>1.</b> [[στήριγμα]], [[υποστήριγμα]]<br /><b>2.</b> [[υποστήριξη]], [[προστασία]].
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιστήριγμα Medium diacritics: ἀντιστήριγμα Low diacritics: αντιστήριγμα Capitals: ΑΝΤΙΣΤΗΡΙΓΜΑ
Transliteration A: antistḗrigma Transliteration B: antistērigma Transliteration C: antistirigma Beta Code: a)ntisth/rigma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a prop or support, Hp.Art.9,16: metaph., support, stay, LXX Ps.17(18).18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστήριγμα: -ατος, τό, ἀντέρεισμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785, 793· μεταφ, ὑποστήριξις, προστασία, Ἑβδ. (Βασιλ. Β΄, κβ΄, 19 κ. ἀλλ.)

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. apoyo, fulcro o relleno que se coloca en la axila en caso de roturas o dislocaciones, Hp.Art.9, cf. 16, fig. ἐγένετο κύριος ἀντιστήριγμά μου LXX Ps.17.19, πεσοῦνται τὰ ἀ. Αἰγύπτου LXX Ez.30.6.

Greek Monolingual

το (Α ἀντιστήριγμα)
1. στήριγμα, υποστήριγμα
2. υποστήριξη, προστασία.