ἀσυμβούλευτος: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(big3_7) |
(6) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[que carece de consejo]], [[ἄνθρωπος]] Basil.M.30.289A. | |dgtxt=-ον [[que carece de consejo]], [[ἄνθρωπος]] Basil.M.30.289A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυμβούλευτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν έχει δεχθεί συμβουλές για κάποιο [[θέμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει κάποιον να τον συμβουλέψει<br /><b>2.</b> (για πράξεις) [[ασύνετος]], [[απερίσκεπτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 380] unberathen; nicht um Rath fragend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμβούλευτος: -ον, ὁ μὴ συμβουλευόμενός τινι, ὁ μὴ χρώμενος συμβούλῳ, ὁ ἄνευ συμβουλῆς, Βασίλ. τ. 1. σ. 452Β.
Spanish (DGE)
-ον que carece de consejo, ἄνθρωπος Basil.M.30.289A.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυμβούλευτος, -ον)
εκείνος που δεν έχει δεχθεί συμβουλές για κάποιο θέμα
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει κάποιον να τον συμβουλέψει
2. (για πράξεις) ασύνετος, απερίσκεπτος.