ἀσύλληπτος: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no puede concebir]], [[estéril]] Dsc.4.19.<br /><b class="num">2</b> [[anticonceptivo]] φάρμακον Aët.16.17, φίλτρον <i>Cyran</i>.2.7.21.<br /><b class="num">II</b> [[no capturado]] φυλάττειν αὐτὸν ἀσύλληπτον Iust.Phil.<i>Qu.et Resp</i>.M.6.1372C. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no puede concebir]], [[estéril]] Dsc.4.19.<br /><b class="num">2</b> [[anticonceptivo]] φάρμακον Aët.16.17, φίλτρον <i>Cyran</i>.2.7.21.<br /><b class="num">II</b> [[no capturado]] φυλάττειν αὐτὸν ἀσύλληπτον Iust.Phil.<i>Qu.et Resp</i>.M.6.1372C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύλληπτος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για καταδιωκόμενο) που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συλληφθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ακατάληπτος]], [[ανεξιχνίαστος]]<br /><b>2.</b> [[λεπτοφυής]], υπερβολικά [[λεπτός]], [[αόρατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) που δεν μπορεί να συλλάβει ή να κυοφορήσει. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not conceiving, Dsc.4.19; preventing conception, φάρμακον Aët. 16.17.
German (Pape)
[Seite 379] nicht zu fassen, unbegreiflich, Sp.; nicht empfangend, nicht schwanger werdend, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύλληπτος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ μὴ συλλαμβάνουσα ἐν γαστρί, Διοσκ. 4. 19· ὁ μὴ συλλαμβανόμενος, Ψευδο-Ἰουστῖνος 1372C, ὁπόθεν τὸ ἐπίρρ. ἀσυλλήπτως.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no puede concebir, estéril Dsc.4.19.
2 anticonceptivo φάρμακον Aët.16.17, φίλτρον Cyran.2.7.21.
II no capturado φυλάττειν αὐτὸν ἀσύλληπτον Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1372C.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσύλληπτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
(για καταδιωκόμενο) που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συλληφθεί
νεοελλ.
1. ακατάληπτος, ανεξιχνίαστος
2. λεπτοφυής, υπερβολικά λεπτός, αόρατος
αρχ.
(για γυναίκα) που δεν μπορεί να συλλάβει ή να κυοφορήσει.