βιβλιογράφος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(big3_8)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βιβλια- Cratin.267, Phryn.59, Luc.<i>Ind</i>.24; βιβλο- Phryn.l.c., <i>AB</i> 29.29, Orus <i>Att</i>.A20<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[copista]], [[escriba]] Cratin.l.c., Antiph.195, Gal.15.911, 18(2).864, Phryn.l.c., Luc.l.c., Lib.<i>Ep</i>.263.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βιβλια- Cratin.267, Phryn.59, Luc.<i>Ind</i>.24; βιβλο- Phryn.l.c., <i>AB</i> 29.29, Orus <i>Att</i>.A20<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[copista]], [[escriba]] Cratin.l.c., Antiph.195, Gal.15.911, 18(2).864, Phryn.l.c., Luc.l.c., Lib.<i>Ep</i>.263.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[βιβλιογράφος]], Α και [[βιβλιαγράφος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη [[βιβλιογραφία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />γραφέας ή [[αντιγραφέας]] χειρογράφων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βιβλίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβλιογράφος Medium diacritics: βιβλιογράφος Low diacritics: βιβλιογράφος Capitals: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: bibliográphos Transliteration B: bibliographos Transliteration C: vivliografos Beta Code: bibliogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A writer of books, scribe, Antiph.197, Lib.Ep.263:—also βιβλιᾱγράφος (correct form acc. to Phryn.67), Cratin.249, Luc.Ind. 24.

German (Pape)

[Seite 444] Bücher schreibend, Antiphan. Poll. 7, 210; Luc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιογράφος: ὁ, ὁ γράφων βιβλία, Ἀντιφ. Σαπφ. 2· ποιητικῶς καὶ βιβλιαγράφος, Κρατῖν. Χειρ 18, ἴδε Λοβ. Φρύν. 655· - ἐντεῦθεν βιβλιογρᾰφέω, γράφω βιβλία, Εὐστ. Πονημ. 281. 11· καὶ βιβλιογρᾰφία, ἡ, ἡ γραφὴ βιβλίων, Διοσκ. 1. 114, Διογ. Λ. 7. 36.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): βιβλια- Cratin.267, Phryn.59, Luc.Ind.24; βιβλο- Phryn.l.c., AB 29.29, Orus Att.A20

• Prosodia: [-ᾰ-]
copista, escriba Cratin.l.c., Antiph.195, Gal.15.911, 18(2).864, Phryn.l.c., Luc.l.c., Lib.Ep.263.

Greek Monolingual

ο (AM βιβλιογράφος, Α και βιβλιαγράφος)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη βιβλιογραφία
αρχ.-μσν.
γραφέας ή αντιγραφέας χειρογράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + -γράφος.