βελοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(big3_8)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />mec. [[maestro armero]], [[artillero]] Ph.<i>Bel</i>.58.50, Poll.7.156, <i>PSI</i> 238.9 (VI/VII d.C.).
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />mec. [[maestro armero]], [[artillero]] Ph.<i>Bel</i>.58.50, Poll.7.156, <i>PSI</i> 238.9 (VI/VII d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[βελοποιός]], Α και ως επίθ. [[βελοποιός]], -όν)<br />αυτός που κατασκευάζει βέλη, ο [[σχετικός]] με την [[κατασκευή]] βελών.
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βελοποιός Medium diacritics: βελοποιός Low diacritics: βελοποιός Capitals: ΒΕΛΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: belopoiós Transliteration B: belopoios Transliteration C: velopoios Beta Code: belopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making missiles, Ph.Bel.58.50, Poll.7.156.

German (Pape)

[Seite 441] ὁ, Pfeilmacher, Poll. 7, 156; Math.

Greek (Liddell-Scott)

βελοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων βέλη, Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 58, Πολυδ. Ζ΄, 156.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
mec. maestro armero, artillero Ph.Bel.58.50, Poll.7.156, PSI 238.9 (VI/VII d.C.).

Greek Monolingual

ο (AM βελοποιός, Α και ως επίθ. βελοποιός, -όν)
αυτός που κατασκευάζει βέλη, ο σχετικός με την κατασκευή βελών.