βοσκητέον: Difference between revisions
From LSJ
(big3_9) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[hay que cebar]], [[hay que alimentar]] τὸν πατέρα Ar.<i>Au</i>.1359. | |dgtxt=[[hay que cebar]], [[hay que alimentar]] τὸν πατέρα Ar.<i>Au</i>.1359. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βοσκητέον:''' ρημ. επίθ. του [[βόσκω]], [[κάποιος]] πρέπει να θρέψει, να βοσκήσει, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must feed, τὸν πατέρζ Ar.Av.1359.
Greek (Liddell-Scott)
βοσκητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ θρέψῃ, βοσκήσῃ, τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1359.
Spanish (DGE)
hay que cebar, hay que alimentar τὸν πατέρα Ar.Au.1359.
Greek Monotonic
βοσκητέον: ρημ. επίθ. του βόσκω, κάποιος πρέπει να θρέψει, να βοσκήσει, σε Αριστοφ.