γειώρας: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(big3_9)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[γιώρας]] LXX <i>Is</i>.14.1; γηόρας Iust.Phil.<i>Dial</i>.122.1; [[γηώρας]] Cyr.Al.M.70.365C<br />palabra hebr. [[extranjero residente en un país]] gener. ref. al converso al judaísmo γηόρας καὶ προσήλυτοι Iust.Phil.l.c.<br /><b class="num">•</b>identificado como [[prosélito]] ἔν τε τοῖς γειώραις καὶ αὐτόχθοσιν τῆς γῆς LXX <i>Ex</i>.12.19, γ. εἰμὶ ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ l. de LXX <i>Ex</i>.2.22 en Ph.1.417, γ. τῇ Ἑλλάδι φωνῇ ὁ προσήλυτος ἑρμηνεύεται Thdt.<i>Is</i>.14.1, cf. LXX l.c., Afric.<i>Ep.Arist</i>.5, Cyr.Al.l.c., Hsch.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[γιώρας]] LXX <i>Is</i>.14.1; γηόρας Iust.Phil.<i>Dial</i>.122.1; [[γηώρας]] Cyr.Al.M.70.365C<br />palabra hebr. [[extranjero residente en un país]] gener. ref. al converso al judaísmo γηόρας καὶ προσήλυτοι Iust.Phil.l.c.<br /><b class="num">•</b>identificado como [[prosélito]] ἔν τε τοῖς γειώραις καὶ αὐτόχθοσιν τῆς γῆς LXX <i>Ex</i>.12.19, γ. εἰμὶ ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ l. de LXX <i>Ex</i>.2.22 en Ph.1.417, γ. τῇ Ἑλλάδι φωνῇ ὁ προσήλυτος ἑρμηνεύεται Thdt.<i>Is</i>.14.1, cf. LXX l.c., Afric.<i>Ep.Arist</i>.5, Cyr.Al.l.c., Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[γειώρας]] και [[γειώρης]], ο (Α)<br />ο [[ξένος]], ο [[περαστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη εβραϊκής προελεύσεως, [[κατά]] τον Sophocles, από τον οποίο θεωρήθηκε εσφαλμένη η [[άποψη]] τών Βυζαντινών ότι η λ. [[είναι]] σύνθετη από τα <i>γη</i> και <i>ώρα</i>].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειώρας Medium diacritics: γειώρας Low diacritics: γειώρας Capitals: ΓΕΙΩΡΑΣ
Transliteration A: geiṓras Transliteration B: geiōras Transliteration C: geioras Beta Code: geiw/ras

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A sojourner, LXXIs.14.1, Ph.1.417.    2 proselyte, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

γειώρας: -ου, ὁ, ἔπηλυς, ξένος, παρεπίδημος, Ἑβδ., Φίλων 1. 417·― προσήλυτος, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): γιώρας LXX Is.14.1; γηόρας Iust.Phil.Dial.122.1; γηώρας Cyr.Al.M.70.365C
palabra hebr. extranjero residente en un país gener. ref. al converso al judaísmo γηόρας καὶ προσήλυτοι Iust.Phil.l.c.
identificado como prosélito ἔν τε τοῖς γειώραις καὶ αὐτόχθοσιν τῆς γῆς LXX Ex.12.19, γ. εἰμὶ ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ l. de LXX Ex.2.22 en Ph.1.417, γ. τῇ Ἑλλάδι φωνῇ ὁ προσήλυτος ἑρμηνεύεται Thdt.Is.14.1, cf. LXX l.c., Afric.Ep.Arist.5, Cyr.Al.l.c., Hsch.

Greek Monolingual

γειώρας και γειώρης, ο (Α)
ο ξένος, ο περαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη εβραϊκής προελεύσεως, κατά τον Sophocles, από τον οποίο θεωρήθηκε εσφαλμένη η άποψη τών Βυζαντινών ότι η λ. είναι σύνθετη από τα γη και ώρα].