παρεπίδημος
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
English (LSJ)
παρεπίδημον, sojourning in a strange place, esp. as substantive, LXX Ge. 23.4, PPetr.3 P.14 (iii B. C.), Callix.2, Plb. 32.6.4, etc.
German (Pape)
[Seite 517] auf kurze Zeit, mit Andern an einem fremden Orte anwesend; Pol. 32, 22, 4; LXX. u. a. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρεπίδημος -ον tijdelijk verblijvend. NT Hebr. 11.13.
Russian (Dvoretsky)
παρεπίδημος: пребывающий на чужбине, заехавший на чужбину, пришелец Polyb., NT.
English (Strong)
from παρά and the base of ἐπιδημέω; an alien alongside, i.e. a resident foreigner: pilgrim, stranger.
English (Thayer)
παρεπιδημον (see ἐπιδημέω), properly, "one who comes from a foreign country into a city or land to reside there by the side of the natives; hence, stranger; sojourning in a strange place, a foreigner" (Polybius 32,22, 4; Athen. 5, p. 196a.); in the N.T. metaphorically, in reference to heaven as the native country, one who sojourns on earth: so of Christians, πάροικοι, πατριδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ' ὡς πάροικοι. μετεχουσι πάντων ὡς πολῖται, καί πανθ' ὑπομένουσιν ὡς ξένοι. πᾶσα ξένῃ πατρίς ἐστιν αὐτῶν καί πᾶσα πατρίς ξένῃ, Ep. ad Diogn. c. 5 [ET]); of the patriarchs, ξένοι καί παρεπίδημοί ἐπί τῆς γῆς, παρεπιδημια τίς ἐστιν ὁ βίος, Aeschines dial. Socrates 3,3, where see Fischer).
Greek Monolingual
-η, -ο / παρεπίδημος, -ον, ΝΑ
αυτός που διαμένει πρόσκαιρα σε ξένο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐπίδημος «αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο»].
Greek (Liddell-Scott)
παρεπίδημος: -ον, ὁ παρεπιδημῶν ἐν ξένῳ τόπῳ, διατρίβων προσωρινῶς, Πολύβ. 32. 22, 4, Ἀθήν. 196Α, Ἑβδ. (Γεν. ΚΓ΄, 4).
Chinese
原文音譯:parep⋯dhmoj 爬而-誒披-得摩士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:在旁-在上-公眾(者) 相當於: (תֹּושָׁב)
字義溯源:傍依異鄉的,寄居的,作客旅的,放逐的;由(παρά)*=旁,出於)與(ἐπιδημέω)=視為已家)組成;其中 (ἐπιδημέω)又由(ἐπί)*=在⋯上)與(δῆμος)=公眾)組成;而 (δῆμος)出自(δέω)*=捆綁)。參讀 (ἀλλότριος)同義字比較: (δῆμος)=公眾
出現次數:總共(3);來(1);彼前(2)
譯字彙編:
1) 寄居的(2) 彼前1:1; 彼前2:11;
2) 作客旅的(1) 來11:13