γήθω: Difference between revisions
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
(big3_10) |
(CSV import) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[γηθέω]]. | |dgtxt=v. [[γηθέω]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=ἤ [[γηθέω]] (=χαίρομαι, ἀγάλλομαι). Ἀπό ρίζα γα- (γαν-γαϝ). Θέμα γήθ+ω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[γῆθος]], [[γηθοσύνη]], [[γηθόσυνος]], γηθοσύνως. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 14 October 2022
German (Pape)
[Seite 489] nur poet., = γηθέω, γήθοντι Orph. H. 15, 10; γήθουσα 54, 16; γήθει 77, 10; – γηθόμενος Qu. Sm. 14, 92; Crinag. 8 (VI, 261); ἥδονται καὶ γήθονται Sext. Emp. adv. math. 11, 107.
Greek (Liddell-Scott)
γήθω: ἴδε γηθέω.
Spanish (DGE)
v. γηθέω.
Mantoulidis Etymological
ἤ γηθέω (=χαίρομαι, ἀγάλλομαι). Ἀπό ρίζα γα- (γαν-γαϝ). Θέμα γήθ+ω.
Παράγωγα: γῆθος, γηθοσύνη, γηθόσυνος, γηθοσύνως.