γηθοσύνη
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ἡ, joy, delight, Il.13.29, 21.390, Ph.1.354; = Φιλία (q.v.), Emp.17.24: in plural, h.Cer.437, A.R.2.878.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [-ῠ-]
alegría, gozo γηθοσύνῃ δὲ θάλασσα διίστατο Il.13.29, ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ γηθοσύνῃ Il.21.390, γ. καὶ χαρά Ph.1.354, Plu.2.1099f, cf. Hsch., en plu. γηθοσύνας δὲ δέχοντο h.Cer.437, cf. A.R.2.878, 4.620
• personif. ἡ Γ. la Alegría Emp.B 17.24, Polyaen.8.50.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
joie, plaisir.
Étymologie: γηθόσυνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γηθοσύνη -ης, ἡ γηθέω blijdschap.
German (Pape)
ἡ, Freude, Hom. dreimal, im dativ. singul., Versanfang: Il. 21.390 ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ γηθοσύνῃ, ὅθ' ὁρᾶτο θεοὺς ἔριδι ξυνιόντας, vor Freude; 13.29 γηθοσύνῃ δὲ θάλασσα διΐστατο, v.l. γηθοσύνη und γηθόσυν' ἡ, nämlich γηθόσυνα, s. Scholl. Herodian. Od. 11.540 ψυχὴ δὲ αἰακίδαο φοίτα μακρὰ βιβᾶσα κατ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα, γηθοσύνῃ ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι, v.l. γηθοσύνη, s. Scholl. Vgl. Apoll. Lex.Hom. p. 54.27 und f. γηθόσυνος; – plur., H.h. Cer. 437; Ap.Rh. 2.878.
Russian (Dvoretsky)
γηθοσύνη: ἡ тж. pl. радость Hom., HH Plut.
Greek (Liddell-Scott)
γηθοσύνη: ἡ, χαρά εὐφροσύνη, Ἰλ. Ν. 29, Φ. 390· κατὰ πληθ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 437, Ἀπολ. Ρόδ. Β. 878.
English (Autenrieth)
(γηθέω): joy, gladness, dat., Il. 13.29 and Il. 21.390.
Greek Monolingual
γηθοσύνη, η (AM)
χαρά, ευφροσύνη, ευχαρίστηση
αρχ.
η «φιλότης», η αρμονική σχέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γηθέω, ενώ κατ' άλλους < γήθος, μολονότι η λ. μαρτυρείται μεταγενέστερα].
Greek Monotonic
γηθοσύνη: ἡ (γηθέω), χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη, τέρψη, σε Ομήρ. Ιλ.