γύνανδρος: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[andrógino]], [[de sexo dudoso o ambiguo]] de hombres οἱ γὰρ γύνανδροι καὶ λέγοντες ἠσκηκότες S.<i>Fr</i>.963, χλούνης τε καὶ γ. [[ἀνήρ]] hombre castrado y andrógino</i> Ael.<i>Fr</i>.10, ὁ γ. τε καὶ μάλθων τύραννος Ael.<i>Fr</i>.290<br /><b class="num">•</b>de mujeres [[virago]], [[marimacho]] Ph.1.183, 2.379<br /><b class="num">•</b>gener. γυνάνδρων ἐστὶ γένος Anon.<i>Mirac.Thecl</i>.9.25. | |dgtxt=-ον<br />[[andrógino]], [[de sexo dudoso o ambiguo]] de hombres οἱ γὰρ γύνανδροι καὶ λέγοντες ἠσκηκότες S.<i>Fr</i>.963, χλούνης τε καὶ γ. [[ἀνήρ]] hombre castrado y andrógino</i> Ael.<i>Fr</i>.10, ὁ γ. τε καὶ μάλθων τύραννος Ael.<i>Fr</i>.290<br /><b class="num">•</b>de mujeres [[virago]], [[marimacho]] Ph.1.183, 2.379<br /><b class="num">•</b>gener. γυνάνδρων ἐστὶ γένος Anon.<i>Mirac.Thecl</i>.9.25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(και ως ουσ.), -ο (AM [[γύνανδρος]], -ον)<br />ο [[ερμαφρόδιτος]], με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>γύνανδρα</i>, <i>τα</i><br />φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την [[ωοθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κίναιδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A of doubtful sex, womanish, S.Fr.963, Ael.Fr.10, 290. 2 of a woman, virago, Ph.1.183,2.379.
German (Pape)
[Seite 511] männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid.
Greek (Liddell-Scott)
γύνανδρος: -ον, ἀμφιβόλου γένους, ἑρμαφρόδιτος, θηλυπρεπής, Σοφ. Ἀποσπ. 865. 2) γυνὴ ἀνδρώδης, virago, Φίλων 1. 183, 512.
Spanish (DGE)
-ον
andrógino, de sexo dudoso o ambiguo de hombres οἱ γὰρ γύνανδροι καὶ λέγοντες ἠσκηκότες S.Fr.963, χλούνης τε καὶ γ. ἀνήρ hombre castrado y andrógino Ael.Fr.10, ὁ γ. τε καὶ μάλθων τύραννος Ael.Fr.290
•de mujeres virago, marimacho Ph.1.183, 2.379
•gener. γυνάνδρων ἐστὶ γένος Anon.Mirac.Thecl.9.25.
Greek Monolingual
(και ως ουσ.), -ο (AM γύνανδρος, -ον)
ο ερμαφρόδιτος, με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) γύνανδρα, τα
φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την ωοθήκη
αρχ.
κίναιδος.