δαιμονίς: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />[[genio femenino]] αἱ θεῖαι δαιμονίδες Procl.<i>in Ti</i>.1.47.16, 50.18, δαιμονίσιν ἢ καὶ θειοτέραις τάξεσι Herm.<i>in Phdr</i>.87.
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />[[genio femenino]] αἱ θεῖαι δαιμονίδες Procl.<i>in Ti</i>.1.47.16, 50.18, δαιμονίσιν ἢ καὶ θειοτέραις τάξεσι Herm.<i>in Phdr</i>.87.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α)<br /><b>βλ.</b> [[δαίμονας]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμονίς Medium diacritics: δαιμονίς Low diacritics: δαιμονίς Capitals: ΔΑΙΜΟΝΙΣ
Transliteration A: daimonís Transliteration B: daimonis Transliteration C: daimonis Beta Code: daimoni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, fem. of δαίμων, Procl.in Ti.1.47 D., in Prm. p.643S., Herm. in Phdr.p.87 A.:—also δαιμόν-ισσα, ἡ, PMag.Leid.W.16.48.

German (Pape)

[Seite 515] ίδος, ἡ fem. zu δαίμοών, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ δαίμων Πρόκλ. Τιμ. 15, Ἑρμείας Φαίδρ. 87.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
genio femenino αἱ θεῖαι δαιμονίδες Procl.in Ti.1.47.16, 50.18, δαιμονίσιν ἢ καὶ θειοτέραις τάξεσι Herm.in Phdr.87.

Greek Monolingual

η (Α)
βλ. δαίμονας.