δεκανικός: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(big3_10) |
(8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>milit. subst. ὁ δ. [[decurión]] grado militar de rango inferior en la caballería ptolemaica <i>PTeb</i>.815.7.28, 951.1, <i>PHib</i>.30.13, 90.6, 91.15, <i>PPetr</i>.3.114.1 en <i>BL</i> 1.384, <i>BGU</i> 2386.4 (todos III a.C.), <i>SEG</i> 41.963.10 (Éfeso, heleníst.), <i>BGU</i> 1956.5 (III/II a.C.), <i>PTeb</i>.811.14 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ δ. [[decurional]] n. de diversos impuestos bajo la responsabilidad de los decuriones (cf. [[δεκανός]] I 2) δ. τῶν ἁλιευτικῶν πλοίων <i>Stud.Pal</i>.22.183.38 (II d.C.), cf. <i>BGU</i> 1.1 (II/III d.C.), δ. ἰχθυομεταβόλων <i>PRyl</i>.196.6 (II d.C.).<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ δ. [[prisión]] eclesiástica, Iust.<i>Nou</i>.79.3, Thal.CP <i>Thds</i>.2.<br /><b class="num">II</b> astrol. [[de un decano]], [[asignado a un decano]] (cf. [[δεκανός]] II) ἀποτελέσματα ὡροσκόπου <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(1).246.26, ἡ δ. [[διαμόρφωσις]] Paul.Al.15.4, cf. Sch.Paul.Al.106.6, 107.4. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>milit. subst. ὁ δ. [[decurión]] grado militar de rango inferior en la caballería ptolemaica <i>PTeb</i>.815.7.28, 951.1, <i>PHib</i>.30.13, 90.6, 91.15, <i>PPetr</i>.3.114.1 en <i>BL</i> 1.384, <i>BGU</i> 2386.4 (todos III a.C.), <i>SEG</i> 41.963.10 (Éfeso, heleníst.), <i>BGU</i> 1956.5 (III/II a.C.), <i>PTeb</i>.811.14 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ δ. [[decurional]] n. de diversos impuestos bajo la responsabilidad de los decuriones (cf. [[δεκανός]] I 2) δ. τῶν ἁλιευτικῶν πλοίων <i>Stud.Pal</i>.22.183.38 (II d.C.), cf. <i>BGU</i> 1.1 (II/III d.C.), δ. ἰχθυομεταβόλων <i>PRyl</i>.196.6 (II d.C.).<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ δ. [[prisión]] eclesiástica, Iust.<i>Nou</i>.79.3, Thal.CP <i>Thds</i>.2.<br /><b class="num">II</b> astrol. [[de un decano]], [[asignado a un decano]] (cf. [[δεκανός]] II) ἀποτελέσματα ὡροσκόπου <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(1).246.26, ἡ δ. [[διαμόρφωσις]] Paul.Al.15.4, cf. Sch.Paul.Al.106.6, 107.4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δεκανικός]], -ή, -όν) [[δεκανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> <b>φρ.</b> «δεκανικόν οξύ» — [[είδος]] κεκορεσμένου λιπαρού οξέος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>αστρολ.</b> όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δεκανό ή στους δεκανούς<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεκανικόν</i><br />εκκλησιαστικό [[δεσμωτήριο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεκανικόν</i><br />[[φόρος]] για τη [[συντήρηση]] τών δεκανών στην Αίγυπτο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a δεκανός 1, PHib.1.30.13 (iii B.C.), 96.21; δεκανικόν, τό, tax for maintenance of δεκανοί, δ. πλοίων BGU1.1 (ii/iii A.D.); δ. ἰχθυομεταβόλων PRyl.196.6 (ii A.D). II of a δεκανός 11, Paul.Al.C.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1milit. subst. ὁ δ. decurión grado militar de rango inferior en la caballería ptolemaica PTeb.815.7.28, 951.1, PHib.30.13, 90.6, 91.15, PPetr.3.114.1 en BL 1.384, BGU 2386.4 (todos III a.C.), SEG 41.963.10 (Éfeso, heleníst.), BGU 1956.5 (III/II a.C.), PTeb.811.14 (II a.C.).
2 subst. τὸ δ. decurional n. de diversos impuestos bajo la responsabilidad de los decuriones (cf. δεκανός I 2) δ. τῶν ἁλιευτικῶν πλοίων Stud.Pal.22.183.38 (II d.C.), cf. BGU 1.1 (II/III d.C.), δ. ἰχθυομεταβόλων PRyl.196.6 (II d.C.).
3 subst. τὸ δ. prisión eclesiástica, Iust.Nou.79.3, Thal.CP Thds.2.
II astrol. de un decano, asignado a un decano (cf. δεκανός II) ἀποτελέσματα ὡροσκόπου Cat.Cod.Astr.8(1).246.26, ἡ δ. διαμόρφωσις Paul.Al.15.4, cf. Sch.Paul.Al.106.6, 107.4.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δεκανικός, -ή, -όν) δεκανός
νεοελλ.
χημ. φρ. «δεκανικόν οξύ» — είδος κεκορεσμένου λιπαρού οξέος
αρχ.-μσν.
αστρολ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δεκανό ή στους δεκανούς
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το δεκανικόν
εκκλησιαστικό δεσμωτήριο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δεκανικόν
φόρος για τη συντήρηση τών δεκανών στην Αίγυπτο.