δεσποσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(big3_10)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[despotismo]] ἡ Ἑλλὰς τήν τε πενίην ἀπαμύνεται καὶ τὴν δεσποσύνην Hdt.7.102, cf. <i>Gloss</i>.2.55.
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[despotismo]] ἡ Ἑλλὰς τήν τε πενίην ἀπαμύνεται καὶ τὴν δεσποσύνην Hdt.7.102, cf. <i>Gloss</i>.2.55.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[δεσποσύνη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[θυγατέρα]] του δεσπότη, του κυρίου<br /><b>2.</b> η [[δεσποινίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />απολυταρχική [[διακυβέρνηση]], [[δεσποτεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. [[δεσπόσυνος]]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσποσύνη Medium diacritics: δεσποσύνη Low diacritics: δεσποσύνη Capitals: ΔΕΣΠΟΣΥΝΗ
Transliteration A: desposýnē Transliteration B: desposynē Transliteration C: desposyni Beta Code: desposu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A absolute rule, despotism, Hdt.7.102.

German (Pape)

[Seite 551] ἡ, die unumschränkte Herrschaft, Her. 7, 102.

Greek (Liddell-Scott)

δεσποσύνη: ἡ, ἀπόλυτος κυβέρνησις, δεσποτισμός, Ἡρόδ. 7. 102.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
pouvoir absolu.
Étymologie: δεσπότης.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
despotismo ἡ Ἑλλὰς τήν τε πενίην ἀπαμύνεται καὶ τὴν δεσποσύνην Hdt.7.102, cf. Gloss.2.55.

Greek Monolingual

η (Α δεσποσύνη)
νεοελλ.
1. η θυγατέρα του δεσπότη, του κυρίου
2. η δεσποινίς
αρχ.
απολυταρχική διακυβέρνηση, δεσποτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. δεσπόσυνος].