δηλωτός: Difference between revisions
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
(big3_11) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que se puede mostrar o explicar]], [[explicable]] racionalmente οὐ δ. ἄλλοις (οὐδέν) Arist.<i>Xen</i>.979<sup>a</sup>13, εἶναι μηδενὶ λόγῳ τὸ πρᾶγμα δ. Phot.<i>Bibl</i>.458b5. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[que se puede mostrar o explicar]], [[explicable]] racionalmente οὐ δ. ἄλλοις (οὐδέν) Arist.<i>Xen</i>.979<sup>a</sup>13, εἶναι μηδενὶ λόγῳ τὸ πρᾶγμα δ. Phot.<i>Bibl</i>.458b5. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δηλωτός:''' могущий быть показанным, доказуемый ([[γνωστός]], ἀλλ᾽ οὐ δ. ἄλλοις Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A able to be shown, Arist.Xen. 979a13.
Greek (Liddell-Scott)
δηλωτός: -ή, -όν, ἱκανὸς ὅπως δηλωθῇ, γείνῃ γνωστός, Ἀριστ. π. Ξενοφ. κτλ. 5,1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que se puede mostrar o explicar, explicable racionalmente οὐ δ. ἄλλοις (οὐδέν) Arist.Xen.979a13, εἶναι μηδενὶ λόγῳ τὸ πρᾶγμα δ. Phot.Bibl.458b5.
Russian (Dvoretsky)
δηλωτός: могущий быть показанным, доказуемый (γνωστός, ἀλλ᾽ οὐ δ. ἄλλοις Arst.).