διακονίζω: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(big3_11)
(9)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[administrar]] en v. pas. ἡ διακονισαμένη (χάρις) τῇ ἐν ἀνθρώποις [[αὐτοῦ]] (τοῦ Ὑιοῦ) παρόδῳ λέλεκται κεχαριτωμένη Origenes <i>Fr.in Ps</i>.44.3 (p.40), cf. Sch.Nic.<i>Th</i>.349b (cód.).
|dgtxt=[[administrar]] en v. pas. ἡ διακονισαμένη (χάρις) τῇ ἐν ἀνθρώποις [[αὐτοῦ]] (τοῦ Ὑιοῦ) παρόδῳ λέλεκται κεχαριτωμένη Origenes <i>Fr.in Ps</i>.44.3 (p.40), cf. Sch.Nic.<i>Th</i>.349b (cód.).
}}
{{grml
|mltxt=και διακονίζομαι (Μ [[διακονίζω]])<br />[[διακονεύω]], [[ζητιανεύω]].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 583] = διακονέω, VLL., aber l. d.

Spanish (DGE)

administrar en v. pas. ἡ διακονισαμένη (χάρις) τῇ ἐν ἀνθρώποις αὐτοῦ (τοῦ Ὑιοῦ) παρόδῳ λέλεκται κεχαριτωμένη Origenes Fr.in Ps.44.3 (p.40), cf. Sch.Nic.Th.349b (cód.).

Greek Monolingual

και διακονίζομαι (Μ διακονίζω)
διακονεύω, ζητιανεύω.