διενειλέω: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(big3_11) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[διελλαμβάνω]]. | |dgtxt=v. [[διελλαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διενειλέω:''' закручивать, завивать: [[λόγος]] πολλαῖς ὁδοῖς διενειλημένος Luc. многосложно-хитросплетенная речь. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A involve, λόγος διενειλημένος Ps.-Luc.Philopatr.1.
Greek (Liddell-Scott)
διενειλέω: περιτυλίσσω, μεταφ. συγχέω, περιπλέκω, λόγος διενειλημένος Ψευδολουκ. Φιλοπατρ. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. pf. Pass. διενειλημένος;
enrouler, entortiller.
Étymologie: διά, ἐνειλέω.
Spanish (DGE)
v. διελλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
διενειλέω: закручивать, завивать: λόγος πολλαῖς ὁδοῖς διενειλημένος Luc. многосложно-хитросплетенная речь.