διφρουργία: Difference between revisions
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[fabricación de sillas]] χρήσιμον ... ξύλον ... εἰς διφρουργίαν Thphr.<i>HP</i> 3.10.1. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[fabricación de sillas]] χρήσιμον ... ξύλον ... εἰς διφρουργίαν Thphr.<i>HP</i> 3.10.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διφρουργία]], η (Α)<br />[[κατασκευή]] δίφρου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
η, (ἔργον)
A making chairs, Thphr.HP3.10.1.
German (Pape)
[Seite 645] ἡ, das Wagenbauen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
διφρουργία: ἡ, (*ἔργω) =διφροπηγία, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 10, 1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
fabricación de sillas χρήσιμον ... ξύλον ... εἰς διφρουργίαν Thphr.HP 3.10.1.
Greek Monolingual
διφρουργία, η (Α)
κατασκευή δίφρου.