διυλίζω: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[filtrar completamente]], [[decantar]], [[colar]] líquidos οἶνον <i>Mim.Fr.Pap.Adult</i>.38, Dsc.5.72, Artem.4.48, cf. Plu.2.692d, τὸ ὑγρόν Asclep. en Gal.12.867, (τὸν χυλόν) Androm. en Gal.12.931, κώνωπα <i>Eu.Matt</i>.23.24, cf. Asclep. en Gal.12.730, Socratio en Gal.12.836, Hsch., en v. pas. διυλισμένος οἶνος LXX <i>Am</i>.6.6.<br /><b class="num">2</b> [[purificar]], [[refinar]] en v. pas. (χρυσοῦ βῶλος) ἀφεψόμενος διυλίζεται Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.116<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. τὰ τῶν αἰτίων [[γένη]] διυλισμένα tipos de causas que se han decantado</i> Pl.<i>Ti</i>.69a<br /><b class="num">•</b>part. pas. fig. διυλισμένα ἀρετά virtud libre de impurezas</i> Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.9.9, διυλιζόμενοι βαπτίσματι purificados por el bautismo</i> Clem.Al.<i>Paed</i>.1.6.32. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[filtrar completamente]], [[decantar]], [[colar]] líquidos οἶνον <i>Mim.Fr.Pap.Adult</i>.38, Dsc.5.72, Artem.4.48, cf. Plu.2.692d, τὸ ὑγρόν Asclep. en Gal.12.867, (τὸν χυλόν) Androm. en Gal.12.931, κώνωπα <i>Eu.Matt</i>.23.24, cf. Asclep. en Gal.12.730, Socratio en Gal.12.836, Hsch., en v. pas. διυλισμένος οἶνος LXX <i>Am</i>.6.6.<br /><b class="num">2</b> [[purificar]], [[refinar]] en v. pas. (χρυσοῦ βῶλος) ἀφεψόμενος διυλίζεται Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.116<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. τὰ τῶν αἰτίων [[γένη]] διυλισμένα tipos de causas que se han decantado</i> Pl.<i>Ti</i>.69a<br /><b class="num">•</b>part. pas. fig. διυλισμένα ἀρετά virtud libre de impurezas</i> Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.9.9, διυλιζόμενοι βαπτίσματι purificados por el bautismo</i> Clem.Al.<i>Paed</i>.1.6.32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[διυλίζω]])<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] ένα [[υγρό]] από τις [[τυχόν]] ξένες ουσίες, [[σουρώνω]], [[στραγγίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — αυτοί που λεπτολογούν τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρίζω]] [[οτιδήποτε]] από τις ξένες ουσίες. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
A strain, filter thoroughly, οἶνον Mim. Oxy.413.154, Dsc.5.72, Artem.4.48:—Pass., διυλισμένος οἶνος LXX Am.6.6: metaph., διυλισμένα ἀρετὰ ἀπὸ παντὸς τῶ θνατῶ πάθεος Archyt. ap. Stob.3.1.108, cf. Pl.Ti.69a. II strain off, κώνωπα Ev.Matt.23.24.
Greek (Liddell-Scott)
διῡλίζω: στραγγίζω, καθαρίζω, «λαγαρίζω», Διοσκ. 5. 82. -Παθ., διυλισμένος οἶνος Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 6)· μεταφορ., διυλισμένα ἀρετὰ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 40, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 117. ΙΙ. καθαρίζω, τι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 24.
French (Bailly abrégé)
passer à la chausse, clarifier, purifier.
Étymologie: διά, ὑλίζω.
Spanish (DGE)
1 filtrar completamente, decantar, colar líquidos οἶνον Mim.Fr.Pap.Adult.38, Dsc.5.72, Artem.4.48, cf. Plu.2.692d, τὸ ὑγρόν Asclep. en Gal.12.867, (τὸν χυλόν) Androm. en Gal.12.931, κώνωπα Eu.Matt.23.24, cf. Asclep. en Gal.12.730, Socratio en Gal.12.836, Hsch., en v. pas. διυλισμένος οἶνος LXX Am.6.6.
2 purificar, refinar en v. pas. (χρυσοῦ βῶλος) ἀφεψόμενος διυλίζεται Clem.Al.Strom.2.20.116
•fig. de abstr. τὰ τῶν αἰτίων γένη διυλισμένα tipos de causas que se han decantado Pl.Ti.69a
•part. pas. fig. διυλισμένα ἀρετά virtud libre de impurezas Ps.Archyt.Pyth.Hell.9.9, διυλιζόμενοι βαπτίσματι purificados por el bautismo Clem.Al.Paed.1.6.32.
Greek Monolingual
(AM διυλίζω)
1. καθαρίζω ένα υγρό από τις τυχόν ξένες ουσίες, σουρώνω, στραγγίζω
2. φρ. «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — αυτοί που λεπτολογούν τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία
αρχ.
καθαρίζω οτιδήποτε από τις ξένες ουσίες.