δυσανάβατος: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(big3_12) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δυσανάβᾰτος) -ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [poét. dat. δυσαμβάτοισ' Simon.74.2]<br />[[difícil de escalar]], [[inaccesible]] πέτραι Simon.l.c.<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ... δ. ... τοῦ φυτοῦ Corn.<i>ND</i> 14, τὸ τοῦ ὕψους δ. Eust.733.35. | |dgtxt=(δυσανάβᾰτος) -ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [poét. dat. δυσαμβάτοισ' Simon.74.2]<br />[[difícil de escalar]], [[inaccesible]] πέτραι Simon.l.c.<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ... δ. ... τοῦ φυτοῦ Corn.<i>ND</i> 14, τὸ τοῦ ὕψους δ. Eust.733.35. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσανάβατος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί να τον ανεβεί [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσανάβατον</i><br />το δύσκολο [[ανέβασμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to climb, Corn.ND14.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu ersteigen, Sp., s. δυσάμβ.
Spanish (DGE)
(δυσανάβᾰτος) -ον
• Morfología: [poét. dat. δυσαμβάτοισ' Simon.74.2]
difícil de escalar, inaccesible πέτραι Simon.l.c.
•neutr. subst. τὸ ... δ. ... τοῦ φυτοῦ Corn.ND 14, τὸ τοῦ ὕψους δ. Eust.733.35.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσανάβατος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τον ανεβεί κανείς
2. δυσνόητος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το δυσανάβατον
το δύσκολο ανέβασμα.