ἔγκλυσμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[enema]], [[lavativa]] Dsc.4.3, Orib.50.2, θεραπεύειν αὐτὸ ἐγκλύσμασι καὶ φλεβοτομίαις <i>Hippiatr</i>.98.2.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[enema]], [[lavativa]] Dsc.4.3, Orib.50.2, θεραπεύειν αὐτὸ ἐγκλύσμασι καὶ φλεβοτομίαις <i>Hippiatr</i>.98.2.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔγκλυσμα]], το (Α)<br />εσωτερική [[πλύση]], [[κλύσμα]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκλυσμα Medium diacritics: ἔγκλυσμα Low diacritics: έγκλυσμα Capitals: ΕΓΚΛΥΣΜΑ
Transliteration A: énklysma Transliteration B: enklysma Transliteration C: egklysma Beta Code: e)/gklusma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A injection, clyster, Id.4.3, al.

German (Pape)

[Seite 708] τό, die Einspritzung, das Klystier, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκλυσμα: τό, πλύσις ἐσωτερική, κλύσμα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
enema, lavativa Dsc.4.3, Orib.50.2, θεραπεύειν αὐτὸ ἐγκλύσμασι καὶ φλεβοτομίαις Hippiatr.98.2.

Greek Monolingual

ἔγκλυσμα, το (Α)
εσωτερική πλύση, κλύσμα.