ἐθελόπορνος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[prostituido por vicio]] subst. κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων Anacr.82.5. | |dgtxt=-ον<br />[[prostituido por vicio]] subst. κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων Anacr.82.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐθελόπορνος]], -ον (Α)<br /><i>ἡ [[ἐθελόπορνος]]<br />αυτή που παραδίνεται με τη [[θέληση]] της στην [[πορνεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A voluntary catamite, Anacr.21.7.
German (Pape)
[Seite 718] der Hurerei aus eigener Neigung ergeben, Anacr. bei Ath. XII, 533 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελόπορνος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἑκουσίως εἰς πορνείαν δεδομένη, ἀρτοπώλῃσιν κἠθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρὸς Ἀρτέμων Ἀνακρ. παρ’ Ἀθην. 533F.
Spanish (DGE)
-ον
prostituido por vicio subst. κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων Anacr.82.5.
Greek Monolingual
ἐθελόπορνος, -ον (Α)
ἡ ἐθελόπορνος
αυτή που παραδίνεται με τη θέληση της στην πορνεία.