ἐμμήνιος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(big3_14)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[menstrual]] γυναικῶν [[αἷμα]] I.<i>BI</i> 4.480<br /><b class="num">•</b>medic., subst. τὰ ἐ. [[menstruación]], [[menstruo]] ἐπὴν δὲ ἀπολήγῃ τὰ ἐμμήνια Hp.<i>Mul</i>.2.167, cf. 1.11, Gal.11.167, τῶν ἐμμηνίων κάθαρσις Gal.19.454, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.21.4.1.
|dgtxt=-ον<br />[[menstrual]] γυναικῶν [[αἷμα]] I.<i>BI</i> 4.480<br /><b class="num">•</b>medic., subst. τὰ ἐ. [[menstruación]], [[menstruo]] ἐπὴν δὲ ἀπολήγῃ τὰ ἐμμήνια Hp.<i>Mul</i>.2.167, cf. 1.11, Gal.11.167, τῶν ἐμμηνίων κάθαρσις Gal.19.454, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.21.4.1.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμμήνιος]], -ον (Α)<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐμμήνια</i><br />η [[έμμηνος]] [[ρύση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται [[κάθε]] [[μήνα]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμήνιος Medium diacritics: ἐμμήνιος Low diacritics: εμμήνιος Capitals: ΕΜΜΗΝΙΟΣ
Transliteration A: emmḗnios Transliteration B: emmēnios Transliteration C: emminios Beta Code: e)mmh/nios

English (LSJ)

ον,

   A monthly: τὰ ἐ. the menses of women, Hp.Nat.Mul.7; ἐ. αἷμα γυναικῶν J.BJ4.8.4.

German (Pape)

[Seite 808] monatlich; τὰ ἐμμ., monatliche Reinigung der Frauen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμήνιος: -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων· τὰ ἐμμήνια, τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικῶν, Ἱππ. 565, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
menstrual γυναικῶν αἷμα I.BI 4.480
medic., subst. τὰ ἐ. menstruación, menstruo ἐπὴν δὲ ἀπολήγῃ τὰ ἐμμήνια Hp.Mul.2.167, cf. 1.11, Gal.11.167, τῶν ἐμμηνίων κάθαρσις Gal.19.454, cf. Epiph.Const.Haer.21.4.1.

Greek Monolingual

ἐμμήνιος, -ον (Α)
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐμμήνια
η έμμηνος ρύση
αρχ.
αυτός που γίνεται κάθε μήνα.