έμμηνος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμμηνος, -ον)
1. αυτός που γίνεται κάθε μήνα ή μέσα στη χρονική περίοδο του μηνός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έμμηνα
α) η εμμηνορρυσία
β) οι ουσίες που αποβάλλονται κατά την εμμηνορρυσία
αρχ.
1. φρ. α) «ἔμμηνοι δίκαι» — δίκες για τις οποίες η απόφαση έπρεπε να εκδοθεί εντός τριάντα ημερών
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το ἔμμηνα
οι δίκες που εκδικάζονταν κατά τη διάρκεια του μηνός
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔμμηνα
σε χρονική περίοδο ενός μηνός.