ἔμφατον: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(big3_14) |
(11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον Hsch. | |dgtxt=αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔμφατον]], το (Μ)<br />[[λόγος]] [[αινιγματικός]], [[υπαινικτικός]] («[[ἔμφατον]]<br />[[αἰνιγματοειδῶς]] εἰρημένον», <b>Ησύχ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον, Hsch.
Spanish (DGE)
αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον Hsch.
Greek Monolingual
ἔμφατον, το (Μ)
λόγος αινιγματικός, υπαινικτικός («ἔμφατον
αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον», Ησύχ.).