ἔμφατον: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(big3_14)
(11)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον Hsch.
|dgtxt=αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔμφατον]], το (Μ)<br />[[λόγος]] [[αινιγματικός]], [[υπαινικτικός]] («[[ἔμφατον]]<br />[[αἰνιγματοειδῶς]] εἰρημένον», <b>Ησύχ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμφατον Medium diacritics: ἔμφατον Low diacritics: έμφατον Capitals: ΕΜΦΑΤΟΝ
Transliteration A: émphaton Transliteration B: emphaton Transliteration C: emfaton Beta Code: e)/mfaton

English (LSJ)

αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον, Hsch.

Spanish (DGE)

αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον Hsch.

Greek Monolingual

ἔμφατον, το (Μ)
λόγος αινιγματικός, υπαινικτικόςἔμφατον
αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον», Ησύχ.).