ἐναποστηρίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[confluir en]], [[fijarse en]] c. giro prep. ἐς τὴν γλῶσσαν (αἱ φλέβες) Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 9, εἰς ὃν (ἥλιον) ... ἀκτῖνες ἐναποστηρίζονται <i>Placit</i>.2.20.10 (= Diog.Apoll.A.13). | |dgtxt=[[confluir en]], [[fijarse en]] c. giro prep. ἐς τὴν γλῶσσαν (αἱ φλέβες) Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 9, εἰς ὃν (ἥλιον) ... ἀκτῖνες ἐναποστηρίζονται <i>Placit</i>.2.20.10 (= Diog.Apoll.A.13). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐναποστηρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> στηρίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> μπήγομαι («Διογένης κισηροειδῆ τὸν ἥλιον εἰς ὅv ἀπὸ τοῡ αἰθέρος ἀκτῑνες ἐναποστηρίζονται», <b>Στοβ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
Med.,
A fix oneself in. or on, ἐς τὴν γλῶσσαν Hp.Acut.(Sp.).9, cf. Placit.2.20.10.
German (Pape)
[Seite 828] (s. στηρίζω), sich darauf stämmen, εἴς τι, Hippocr.; Stob. ecl. phys. 1, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποστηρίζομαι: μέσ., στηρίζω ἐμαυτὸν ἐντός τινος ἢ ἐπί τινος, ὁκόταν... ἐς τὴν γλῶσσαν ἐναποστηρίζωνται (αἱ φλέβες) Ἱππ. 397. 39, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 528.
Spanish (DGE)
confluir en, fijarse en c. giro prep. ἐς τὴν γλῶσσαν (αἱ φλέβες) Hp.Acut.(Sp.) 9, εἰς ὃν (ἥλιον) ... ἀκτῖνες ἐναποστηρίζονται Placit.2.20.10 (= Diog.Apoll.A.13).
Greek Monolingual
ἐναποστηρίζομαι (Α)
1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι
2. μπήγομαι («Διογένης κισηροειδῆ τὸν ἥλιον εἰς ὅv ἀπὸ τοῡ αἰθέρος ἀκτῑνες ἐναποστηρίζονται», Στοβ.).