difícil de atravesar: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[δύσοδος]], [[δυσέμβατος]], [[δυσέξοδος]], [[δυσόδευτος]], [[δυσπάριτος]], [[δυσδιαπόρευτος]], [[δυσέξιτος]], [[δυσδιάβατος]], [[δυσδίοδος]], [[δυσδιεξίτητος]], [[βραδύπορος]], [[δυσμέτρητος]], [[δύσρηκτος]], [[δυσπάροδος]] | |sltx=[[δύσοδος]], [[δυσέμβατος]], [[δυσέξοδος]], [[δυσόδευτος]], [[δυσπάριτος]], [[δύσπορος]], [[δυσδιαπόρευτος]], [[δυσέξιτος]], [[δυσδιάβατος]], [[δυσδίοδος]], [[δυσδιεξίτητος]], [[βραδύπορος]], [[δυσμέτρητος]], [[δύσρηκτος]], [[δυσπάροδος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:09, 22 November 2024
Spanish > Greek
δύσοδος, δυσέμβατος, δυσέξοδος, δυσόδευτος, δυσπάριτος, δύσπορος, δυσδιαπόρευτος, δυσέξιτος, δυσδιάβατος, δυσδίοδος, δυσδιεξίτητος, βραδύπορος, δυσμέτρητος, δύσρηκτος, δυσπάροδος