δυσπάροδος
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
δυσπάροδον, hard to enter, Apollod.Hist. ap. Ath.15.682d.
Spanish (DGE)
-ον
impenetrable, difícil de atravesar, ἀσφάλεια ref. a una planta empleada para hacer setos, Apollod.Artem.1, στενά Str.15.3.4.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zugänglich, ἀσφάλεια Apollod. bei Ath. XV, 682 d.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπάροδος: -ον, εἰς ὃν δύσκολον εἶνε νὰ εἰσέλθῃ τις, Ἀπολλόδ. παρ' Ἀθην. 682D.