σάγουρον: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
(11) |
(36) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=sa/gouron | |Beta Code=sa/gouron | ||
|Definition=<b class="b3">γυργάθιον</b>, Hsch. σαγροῖς· <b class="b3">κοπίς, ἢ πέλεκυς</b>, Id. σαγύριον· <b class="b3">ἄρτου κλάσμα</b>, Id. | |Definition=<b class="b3">γυργάθιον</b>, Hsch. σαγροῖς· <b class="b3">κοπίς, ἢ πέλεκυς</b>, Id. σαγύριον· <b class="b3">ἄρτου κλάσμα</b>, Id. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «γυργάθιον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου, η οποία συνδέεται με τη λ. [[σαγήνη]] «αλιευτικό [[δίχτυ]]» και έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα συνθ. σε -<i>ουρος</i>, τα οποία, όμως, προέρχονται από διάφορους τ., όπως: <i>ὁρώ</i>, [[ὅρος]], [[οὐρά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
γυργάθιον, Hsch. σαγροῖς· κοπίς, ἢ πέλεκυς, Id. σαγύριον· ἄρτου κλάσμα, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «γυργάθιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου, η οποία συνδέεται με τη λ. σαγήνη «αλιευτικό δίχτυ» και έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. σε -ουρος, τα οποία, όμως, προέρχονται από διάφορους τ., όπως: ὁρώ, ὅρος, οὐρά.