θυμοκάτοχος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(eksahir)
(17)
Line 12: Line 12:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[fórmula para contener la cólera]]
|esgtx=[[fórmula para contener la cólera]]
}}
{{grml
|mltxt=[[θυμοκάτοχος]], -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συγκρατεί τον θυμό·2. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θυμοκάτοχον</i><br />μαγικό [[ξόρκι]] για τη [[συγκράτηση]] του θυμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κάτ</i>-<i>οχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-<i>έχω</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοκάτοχος Medium diacritics: θυμοκάτοχος Low diacritics: θυμοκάτοχος Capitals: ΘΥΜΟΚΑΤΟΧΟΣ
Transliteration A: thymokátochos Transliteration B: thymokatochos Transliteration C: thymokatochos Beta Code: qumoka/toxos

English (LSJ)

ον,

   A restraining anger: neut. as Subst., spell for this purpose, PMag.Lond.121.941, PMag. Osl.1.35. PMag.Par.1.467,831; θ. πρὸς βασιλέας PMag.Leid.W.6.38.

Spanish

fórmula para contener la cólera

Greek Monolingual

θυμοκάτοχος, -ον (Α)
πάπ.
1. αυτός που συγκρατεί τον θυμό·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμοκάτοχον
μαγικό ξόρκι για τη συγκράτηση του θυμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + κάτ-οχος (< κατ-έχω)].