τροφεύς: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(eksahir)
(6)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[sustentador]], [[que cría]], [[ que alimenta]]
|esgtx=[[sustentador]], [[que cría]], [[ que alimenta]]
}}
{{lsm
|lsmtext='''τροφεύς:''' -έως, ὁ ([[τροφή]]), αυτός που ανατρέφει ή μεγαλώνει, [[θετός]] [[πατέρας]], σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για [[γυναίκα]], [[τροφός]], σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τις πεδιάδες και τα όρη της Τροίας, χαίρετ' ὦ τροφῆς [[ἐμοί]], εσείς που με αναθρέψατε, σε Σοφ.· πάσης κακίας [[τροφεύς]], αυτός που περιθάλπει [[κάθε]] [[κακία]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφεύς Medium diacritics: τροφεύς Low diacritics: τροφεύς Capitals: ΤΡΟΦΕΥΣ
Transliteration A: tropheús Transliteration B: tropheus Transliteration C: trofeys Beta Code: trofeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A one who brings up, foster-father, S.Ph.344, E.El.16, Ph.45, Theophil. 1; tutor, βασιλέως OGI148.2 (Cyprus, ii B. C.), 256.1 (Delos, ii B. C.), cf. Sammelb.1568.1 (ii B. C.), Gal.14.664, M.Ant.5.31; of a woman, nurse, A.Ch.760 (στροφεύς codd.).    2 in S.Aj.863, Ajax addresses the plains and fountains of Troy, χαίρετ' ὦ τροφῆς ἐμοί ye who have fed me, or with whom I have lived; so τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν Antipho4.1.2.    3 rearer, breeder, ἵππων Pl.Lg.735b; ἅρματος τ. one who keeps a chariot, ib.834b; πάσης κακίας one who fosters all wickedness, Id.R.580a.    4 one who gives free meals to the people, IGRom.3.89 (Amastris, i A. D.), 4.1680 (Pergam.).    5 personal attendant, slave, Aristid.Or.49(25).3,15, 20, 50(26).103.

Greek (Liddell-Scott)

τροφεύς: έως, ὁ, (τροφὴ) ὁ τρέφων ἢ ἀνατρέφων, θρεπτήρ, θετὸς πατήρ, «ψυχοπατέρας», Ὀδυσσεὺς χὠ τροφεὺς τοὐμοῦ πατρός, ὁ ἀναθρέψας τὸν πατέρα μου, Σοφ. Φ. 344, Εὐρ. Ἠλ. 16, Φοίν. 45· ἐπὶ γυναικός, ἡ τροφός, Αἰσχύλ. Χο. 760· πρβλ. τροφός, κναφεύς. 2) παρὰ Σοφ. Αἴ. 863, ὁ Αἴ. προσφωνεῖ τὰς πεδιάδας καὶ τὰ ὄρη τῆς Τροίας: χαίρετ’ ὦ τροφῆς ἐμοί, σεῖς οἱ θρέψαντές με· ἤ, μεθ’ ὧν συνέζησα· οὕτω, τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν Ἀντιφῶν 125. 24. 3) ὁ ἀνατρέπων, ἵππων Πλάτ. Νόμ. 735Β· ἅρματος τρ., ὁ διατηρῶν ἅρμα, αὐτόθι 834Β· πάσης κακίας, ὁ περιθάλπων πᾶσαν κακίαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 580Α.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 celui qui nourrit, celui qui élève, qui prend soin;
2 nourrisseur, éleveur (de chevaux, etc.).
Étymologie: τρέφω.

Spanish

sustentador, que cría, que alimenta

Greek Monotonic

τροφεύς: -έως, ὁ (τροφή), αυτός που ανατρέφει ή μεγαλώνει, θετός πατέρας, σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για γυναίκα, τροφός, σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τις πεδιάδες και τα όρη της Τροίας, χαίρετ' ὦ τροφῆς ἐμοί, εσείς που με αναθρέψατε, σε Σοφ.· πάσης κακίας τροφεύς, αυτός που περιθάλπει κάθε κακία, σε Πλάτ.