σεληνῖτις: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(eksahir) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[hiedra terrestre]] | |esgtx=[[hiedra terrestre]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / σεληνῑτις, -ίτιδος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] [[λουναρία]] της οικογένειας βρασσικίδες<br /><b>αρχ.</b><br />το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[γλήχωμα]] [[φυτό]], ο [[χαμαίκισσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ποταμ</i>-<i>ῖτις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ιδος, ἡ,= χαμαίκισσος, Ps.-Dsc.4.37.
Spanish
Greek Monolingual
η / σεληνῑτις, -ίτιδος, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. παλαιότερη λόγια ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λουναρία της οικογένειας βρασσικίδες
αρχ.
το γνωστό με τη λόγια ονομασία γλήχωμα φυτό, ο χαμαίκισσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα -ῖτις (πρβλ. ποταμ-ῖτις)].