παντοδύναμος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(eksahir) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[todopoderoso]] | |esgtx=[[todopoderoso]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[παντοδύναμος]], -ον, Α και [[πανταδύναμος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που μπορεί να πράξει τα [[πάντα]], [[πανίσχυρος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Παντοδύναμος</i><br />[[προσωνυμία]] του Θεού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δύναμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δύναμις]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>δύναμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A all-powerful, LXX Wi.7.23, Elias in Porph.17.18, Sch.A.Th.166; φύσις νοερὰ καὶ π. Plot.5.9.9.
German (Pape)
[Seite 464] allmächtig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντοδύνᾰμος: -ον, πανίσχυρος, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ζ΄, 23) κ. ἀλλ., Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 166.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / παντοδύναμος, -ον, Α και πανταδύναμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που μπορεί να πράξει τα πάντα, πανίσχυρος
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παντοδύναμος
προσωνυμία του Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο-δύναμος].