χρονιάρης: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(47b)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ικο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] ενός έτους, [[χρονιάρικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] ενός έτους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[χρονιάρα]] [[μέρα]]» — γιορτάσιμη [[μέρα]], επίσημη [[γιορτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρόνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ταξιδ</i>-<i>ιάρης</i>)].
|mltxt=-α, -ικο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] ενός έτους, [[χρονιάρικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] ενός έτους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[χρονιάρα]] [[μέρα]]» — γιορτάσιμη [[μέρα]], επίσημη [[γιορτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρόνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. <i>ταξιδ</i>-<i>ιάρης</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, χρονιάρικος
2. αυτός που έχει διάρκεια ενός έτους
3. φρ. «χρονιάρα μέρα» — γιορτάσιμη μέρα, επίσημη γιορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ταξιδ-ιάρης)].