ωνητός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(47c) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὠνητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ὠνητός]], -όν, Α [[ | |mltxt=-ή, -ό / [[ὠνητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ὠνητός]], -όν, Α [[ὠνοῦμαι]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να αγοράσει<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ωνητό [[αξίωμα]]» — οφίκιο, [[αξίωμα]] του οποίου η [[απόκτηση]] γινόταν [[μετά]] από [[καταβολή]] χρημάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποκτήθηκε με [[αγορά]], [[αγοραστός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὠνητὴ [[δύναμις]]» — μισθοφορική [[δύναμη]], μισθοφόροι στρατιώτες (<b>Θουκ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:45, 26 March 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὠνητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ὠνητός, -όν, Α ὠνοῦμαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει
νεοελλ.-μσν.
φρ. «ωνητό αξίωμα» — οφίκιο, αξίωμα του οποίου η απόκτηση γινόταν μετά από καταβολή χρημάτων
αρχ.
1. αυτός που αποκτήθηκε με αγορά, αγοραστός
2. φρ. «ὠνητὴ δύναμις» — μισθοφορική δύναμη, μισθοφόροι στρατιώτες (Θουκ.).