χρυσοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βλέφαρο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλι</i>-<i>βλέφαρος</i>). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολη</i>.
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βλέφαρο]] ([[πρβλ]]. <i>καλλι</i>-<i>βλέφαρος</i>). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολη</i>.
}}
}}

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + βλέφαρο (πρβλ. καλλι-βλέφαρος). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολη.