συρράσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans

Source
(11)
 
(6_5)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=surra/ssw
|Beta Code=surra/ssw
|Definition=Att. συρράττω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dash together, fight with</b>, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι <span class="bibl">Th.8.96</span>; ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.3.19</span>, cf. <span class="bibl">7.5.16</span>; σ. εἰς τὴν μάχην <span class="bibl">D.S.16.4</span>; of ships, <span class="bibl">Id.20.51</span>; of rivers, <b class="b2">meet with a roar</b>, <span class="bibl">Id.17.97</span>; τοῦ κουφοτάτου καὶ βαρυτάτου . . συρραξάντων διαμάχη <span class="bibl">Ph.2.513</span>.</span>
|Definition=Att. συρράττω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dash together, fight with</b>, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι <span class="bibl">Th.8.96</span>; ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.3.19</span>, cf. <span class="bibl">7.5.16</span>; σ. εἰς τὴν μάχην <span class="bibl">D.S.16.4</span>; of ships, <span class="bibl">Id.20.51</span>; of rivers, <b class="b2">meet with a roar</b>, <span class="bibl">Id.17.97</span>; τοῦ κουφοτάτου καὶ βαρυτάτου . . συρραξάντων διαμάχη <span class="bibl">Ph.2.513</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''συρράσσω''': Ἀττ. -ττω, = [[συρρήγνυμι]] ΙΙ, (πρβλ. [[σύρραγμα]]), συγκρούομαι, [[μάχομαι]] [[πρός]] τινα, Λατ. confligere cum aliquo, ἄδηλον ὂν [[ὁπότε]] σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Θουκ. 8. 96· [[ἀντιμέτωπος]] συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, πρβλ. 7. 5, 16· σ. εἰς τὴν μάχην Διόδ. 16. 4· ἐπὶ πλοίων, [[αὐτόθι]] 20. 51· ἐπὶ ποταμῶν, ὧν τὰ ὕδατα [[μετὰ]] πατάγου ἑνοῦνται, [[αὐτόθι]] 17. 97.
}}
}}

Revision as of 10:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρράσσω Medium diacritics: συρράσσω Low diacritics: συρράσσω Capitals: ΣΥΡΡΑΣΣΩ
Transliteration A: syrrássō Transliteration B: syrrassō Transliteration C: syrrasso Beta Code: surra/ssw

English (LSJ)

Att. συρράττω,

   A dash together, fight with, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Th.8.96; ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις X.HG4.3.19, cf. 7.5.16; σ. εἰς τὴν μάχην D.S.16.4; of ships, Id.20.51; of rivers, meet with a roar, Id.17.97; τοῦ κουφοτάτου καὶ βαρυτάτου . . συρραξάντων διαμάχη Ph.2.513.

Greek (Liddell-Scott)

συρράσσω: Ἀττ. -ττω, = συρρήγνυμι ΙΙ, (πρβλ. σύρραγμα), συγκρούομαι, μάχομαι πρός τινα, Λατ. confligere cum aliquo, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Θουκ. 8. 96· ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, πρβλ. 7. 5, 16· σ. εἰς τὴν μάχην Διόδ. 16. 4· ἐπὶ πλοίων, αὐτόθι 20. 51· ἐπὶ ποταμῶν, ὧν τὰ ὕδατα μετὰ πατάγου ἑνοῦνται, αὐτόθι 17. 97.