αγούρι: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>τα αγούρια</i><br />[[άγουρος]]<br />τα σταφύλια του αγριαμπελιού που, και ώριμα, εξακολουθούν να [[είναι]] ξινά.
|mltxt=το<br /><b>συνήθως στον πληθ.</b> <i>τα αγούρια</i><br />[[άγουρος]]<br />τα σταφύλια του αγριαμπελιού που, και ώριμα, εξακολουθούν να [[είναι]] ξινά.
}}
}}

Latest revision as of 14:37, 21 March 2024

Greek Monolingual

το
συνήθως στον πληθ. τα αγούρια
άγουρος
τα σταφύλια του αγριαμπελιού που, και ώριμα, εξακολουθούν να είναι ξινά.