αισιόδοξος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που διαπνέεται από [[αισιοδοξία]], που ελπίζει σε ευτυχή [[έκβαση]] τών πραγμάτων, [[οπτιμιστής]]<br /><b>2.</b> [[αίσιος]], [[ευνοϊκός]]<br />«αισιόδοξη [[προοπτική]]».<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που διαπνέεται από [[αισιοδοξία]], που ελπίζει σε ευτυχή [[έκβαση]] τών πραγμάτων, [[οπτιμιστής]]<br /><b>2.</b> [[αίσιος]], [[ευνοϊκός]]<br />«αισιόδοξη [[προοπτική]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αίσιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά του γαλλ. όρου <i>optimiste</i> (<b>βλ.</b> [[αισιοδοξία]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>aισιοδοξία</i>, [[αισιοδοξώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:45, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που διαπνέεται από αισιοδοξία, που ελπίζει σε ευτυχή έκβαση τών πραγμάτων, οπτιμιστής
2. αίσιος, ευνοϊκός
«αισιόδοξη προοπτική».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίσιος + -δοξος < δόξα
απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. όρου optimiste (βλ. αισιοδοξία).
ΠΑΡ. aισιοδοξία, αισιοδοξώ].