αλάβωτος: Difference between revisions

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λαβώθηκε, [[απλήγωτος]], [[ατραυμάτιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, [[άτρωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λαβώνω]]].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λαβώθηκε, [[απλήγωτος]], [[ατραυμάτιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, [[άτρωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λαβώνω]]].
}}
}}

Revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν λαβώθηκε, απλήγωτος, ατραυμάτιστος
2. αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, άτρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λαβώνω].