ἀμβλώσιμος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[propicio al aborto]] ἦμαρ Max.275.
|dgtxt=-ον [[propicio al aborto]] ἦμαρ Max.275.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμβλώσιμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που υπόκειται σε [[άμβλωση]], που μπορεί να υποστεί [[άμβλωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με [[άμβλωση]] ή [[αποβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμβλωσις]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ιμος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλώσιμος Medium diacritics: ἀμβλώσιμος Low diacritics: αμβλώσιμος Capitals: ΑΜΒΛΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: amblṓsimos Transliteration B: amblōsimos Transliteration C: amvlosimos Beta Code: a)mblw/simos

English (LSJ)

ον,

   A belonging to abortion, Max.275.

German (Pape)

[Seite 118] zur Fehlgeburt gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλώσιμος: -ον, ὁ εἰς ἐξάμβλωσιν, εἰς ἀποβολὴν ἀνήκων, Μανέθ. 4. 413, Μάξιμ. π. κατ. 275.

Spanish (DGE)

-ον propicio al aborto ἦμαρ Max.275.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμβλώσιμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που υπόκειται σε άμβλωση, που μπορεί να υποστεί άμβλωση
αρχ.
αυτός που έχει σχέση με άμβλωση ή αποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβλωσις + παραγ. κατάλ. -ιμος].